- αιγίπους
- αἰγίπους (-ποδος), -ουν (Α)ο αιγιπόδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, -γὸς + πούς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] … Dictionary of Greek